κράατος

κράατος
κράατος, [full] κράατι, [full] κράατα,
A v. κράς.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κράατος — κράς head neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… …   Dictionary of Greek

  • κρας — (I) κράς, ὁ και ἡ, γεν. κρατός και κράατος (Α) (ποιητ. τ. τού κάρα) 1. κεφαλή («ἔπαιρε λευκὸν κρᾱτα», Ευρ.) 2. μτφ. κορυφή («κρατὸς ἀπ Οὐλύμποιο» από την κορυφή τού Ολύμπου, Ομ. Ιλ.) 3. το εσώτερο σημείο, ο μυχός («ἐπὶ κρατὸς λιμένος», Ομ. Οδ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”